- παχέων
- πάχοςthicknessneut gen pl (epic doric ionic aeolic)παχύςthickmasc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)παχέω̆ν , παχύςthickmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παχεῶν — παχύς thick fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek